αλισίβα
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Greek Monolingual
η 1. αλισιά, σταχτόνερο, θολόσταχτη
2. το φυτό αλμυρίδι, αρμυρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. lisciva < λατ. lixivia «αλισίβα». Ο τ. αλουσίβα προήλθε από παρετυμολογική επίδραση του αορ. έλουσα (< λούω).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισιβιάζω].