αλισφακόμηλο

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

το
1. το αλισφακάκι
2. η αλισφακιά (πρβλ. και φασκόμηλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας + μήλο].