ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
το1. το αλισφακάκι2. η αλισφακιά (πρβλ. και φασκόμηλο).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας + μήλο].