αλλαξοδρομώ

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

(-έω)
αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλαξο- + δρόμος.