αλλεπαλληλία

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.