αλληλομαχώ

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(-έω) (αλληλομάχος)
συνήθ. στον πληθ. αλληλομαχούμε
φιλονικούμε μεταξύ μας.