αλλοθιγενής

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + -γενὴς < γένος].