ἄλλοθι

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλοθι Medium diacritics: ἄλλοθι Low diacritics: άλλοθι Capitals: ΑΛΛΟΘΙ
Transliteration A: állothi Transliteration B: allothi Transliteration C: allothi Beta Code: a)/lloqi

English (LSJ)

A Adv. elsewhere, in another place, esp. in a strange or foreign land, Od.14.130, al. (not in Il.): c. gen., ἄ. γαίης in another or strange land, Od.2.131; but ἄ. πάτρης elsewhere than in one's native land, i.e. away from home, 17.318; ἄ. που or πῃ some where else, Pl.Phd. 91e (v.l.), Sph.243b; ἄ. οὐδαμοῦ, πολλαχοῦ, X.Mem.1.4.8, Pl.Smp. 209e; ἄ. ἑν οἷς... as if ἐν ἄλλοις ἔργοις, Id.La.181e; ἄ. καὶ ἄ to different points (cf. ἄλλος II.3), Arist.Mete.376b11.
II in other ways, from other causes, Th.1.16; ἄ. οὐδαμοῦ in no other way, Pl.Prt. 324e, Smp.184e, etc.
III with Verbs of motion, Antipho 1.4, X.HG 2.2.2, D.34.37.

Spanish (DGE)

(ἄλλοθῐ)
adv.
I 1en otra parte, en otro sitio o lugar ἐπὴν πόσις ἄλλοθ' ὄληται Od.14.130, cf. 18.401, κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθι lloraba el boyero en otro sitio (prob. donde no lo veían) Od.21.83, μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω Pi.Fr.52d.48, εἰμὶ παρὰ σοὶ ... κοὐκ ἄ. E.IA 647, ἄ. γὰρ ὤν pues estando ausente And.Myst.5, ὃς δ' ἂν ἄ. ἀποδῶται ἢ πρίηται IPE 12.24.10 (Olbia IV a.C.), ποῖ τὴν καταφυγὴν ποιήσεται ἄλλοθι ἢ πρὸς ὑμᾶς; ¿en qué otro sitio encontrará refugio sino entre vosotros? Antipho 1.4, cf. Pl.Phd.91e, ἄ. δὲ Πλαγκταὶ ... ῥόχθεον A.R.4.924, ἄ. ... ἐν οἷς Pl.La.181e, c. otros adv.: c. ποῦ: καὶ ἐάμ π[ο ἄλ] λοθ' ɛ̄ι γεγραμμένα IG 12.91.12 (V a.C.), ὁπόσοι δὲ ὅρκοι ὀμώμονται Ἀθήνησιν ἢ ... ἄλλοθί που Ley en And.Myst.98, ἐν Φασήλιδι ἢ ἄ. που D.35.44
c. οὐδαμοῦ X.Mem.1.4.8
c. πολλαχοῦ: πολλαχοῦ μὲν οὐν καὶ ἄ. δῆλον en muchas ocasiones se ha demostrado X.Cyr.7.1.30, cf. Pl.Smp.209e
rep. ἄ. καὶ ἄ. aquí y allá Hp.Carn.3, Arist.Mete.376b11.
2 c. gen. separat. fuera ἄ. γαίης fuera de su tierra, en tierra extraña, Od.2.131, ἄ. πάτρης Od.17.318
c. gen. part. en otro sitio ἄ. τῆς κεφαλῆς en otro punto de la cabeza Hp.VC 2, ἄ. που τῆς χώρας Din.1.96
c. régimen preposicional ἄ. που ὑπὸ γαῖαν Orac.Sib.4.75.
II de otro modo ἄλλοις καὶ ἄλλοθι Th.1.16, ἐνταῦθα συμπίπτει τὸ καλὸν εἶναι παιδικὰ ἐραστῇ χαρίσασθαι, ἄλλοθι δὲ οὐδαμοῦ Pl.Smp.184e.
III c. verb. de mov. op. ἐκεῖσε a otro sitio διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ' οὔ dándoles salvoconducto de navegar sólo hacia allí y no a otro sitio X.HG 2.2.2.

German (Pape)

[Seite 103] anderswo, Hom. Od. 16, 44; ἄλλοθι γαίης 2, 131, ἄλλοθι πάτρης 17, 318. in der Fremde; ἄλλοθ' Od. 4, 684. 14. 130. 18. 401. 21, 83; – ἄλλοθί που, sonst wo, Plat. Phaed. 91 e Soph. 243 b; Xen. Ath. 2, 7; ἄλλ. πῃ, ἄλλ. οὐδαμοῦ, sonst nirgends, Plat. Prot. 326 d; Xen. Mem. I, 4, 8, ποῦ ἄλλοθι, wo sonst? Antiph. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 ailleurs, à l'étranger : ἄλλοθι γαίης OD sur la terre étrangère ; ἄλλοθι πάτρης OD loin de sa patrie;
2 d'une autre manière, par suite d'autres causes.
Étymologie: ἄλλος, -θι.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλοθῐ: adv.
1 в другом месте Hom., Plat.: ἄ. γαίης Hom. в другом краю; ἄ. πάτρης Hom. на чужбине; μηδαμοῦ ἄ. Plat. нигде больше; ἄ. καὶ ἄ. Arst. и здесь, и там;
2 в другое место: ἄ. που (v.l. ἄλλοσέ ποι) σιτηγεῖν ἢ εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. везти продовольствие не на аттическую ярмарку, а в другое место;
3 иначе: ἐπεγένετο ἄλλοις ἄ. κωλύματα Thuc. у всякого были свои препятствия; ἄ. οὐδαμοῦ Plat. никаким другим образом, не иначе.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοθι: ἐπίρρ., ἐν ἄλλῳ τόπῳ, ἀλλαχοῦ, ἰδίως ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ὀδ. Ξ. 130, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι): μ. γεν., ἄλλοθι γαίης, εἰς ἄλλην ἢ εἰς ξένην χώραν, Ὀδ. Β. 131· ἀλλὰ τὸ ἄλλοθι πάτρης σημαίνει ἀλλαχοῦ καὶ οὐχὶ ἐν τῇ πατρίδι, δηλ. μακρὰν τῆς πατρίδος, Ρ. 318· ἄλλοθί που ἢ πη, εἰς ἄλλο τι μέρος, Πλάτ. Φαίδων 91Ε, Σοφ. 243Β: παρ’ Ἀττ. ἄλλοθι οὐδαμοῦ, πανταχοῦ, πολλαχοῦ, κτλ., Πλάτ.· ἐν Πλάτ. Λάχ. 181Ε, ἀκολουθεῖται ὑπὸ ἀναφορ. ἀντωνυμ. ἐν οἷς..., ὡς ἐὰν εἶχε προηγηθῇ τὸ ἐν ἄλλοις τόποις. ― ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι, εἰς τὸ ἓν ἢ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 12. ΙΙ. κατ’ ἄλλον τρόπον, ἐξ ἄλλων αἰτίων, Θουκ. 1. 16· ἄλλοθι οὐδαμοῦ, κατ’ οὐδένα ἄλλον τρόπον, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 184Ε, κτλ. ΙΙΙ. ἐνίοτε καὶ μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἔνθα κυρίως ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἄλλοσε, Ἀντιφῶν 112. 7, καὶ (μετὰ διαφόρου γραφῆς ἄλλοσε), Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 2, Δημ. 918. 5.

English (Autenrieth)

elsewhere, ‘abroad;’ γαίης, part. gen., ‘in the world,’ Od. 2.131, but with πάτρης, gen. of separation, ‘far from,’ Od. 17.318.

English (Slater)

ἄλλοθι elsewhere “μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; (Pae. 4.48)

Greek Monolingual

ἄλλοθι επίρρ. (Α)
1. (τοπικό) α) σε άλλο τόπο, αλλού, ιδίως σε ξένη χώρα
β) φρ. «ἄλλοθι γαίης», σε άλλη, σε ξένη χώρα
«ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι», σε διάφορα σημεία
«ἄλλοθι πάτρης», αλλού και όχι στην πατρίδα, δηλ. μακριά από την πατρίδα
γ) σπάνια και με ρήματα κινήσεως αντί του ἄλλοσε
2. (τροπικό) κατ’ άλλο τρόπο, από άλλες αιτίες
3. πάνω σε άλλο θέμα, σε άλλο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-) + επιρρηματική κατάληξη -θι.
ΠΑΡ. νεοελλ.. άλλοθι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλλοθιγενής].

Greek Monotonic

ἄλλοθι: επίρρ.,
I. αλλού, σε άλλο μέρος, σε ξένη ή αλλοδαπή χώρα, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ἄλλοθι γαίης, σε άλλη ή ξένη γη, στο ίδ.· αλλά, ἄλλοθι πάτρης, αλλού από την γενέθλια χώρα κάποιου, δηλ. μακριά από το σπίτι, στο ίδ.
II. με άλλους τρόπους, από άλλες αιτίες, σε Θουκ., Πλάτ.

Middle Liddell

I. elsewhere, in another place, in a strange or foreign land, Od.: c. gen., ἄλλοθι γαίης in another or strange land, Od.; but, ἄλλοθι πάτρης elsewhere than in one's native land, i. e. away from home, Od.
II. in other ways, from other causes, Thuc., Plat.

Lexicon Thucydideum

alibi, elsewhere, 1.77.2, 1.126.6, 5.18.7, 5.18.7
cum with 1.16.1.