αλογίτικος

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

-η, -ο άλογο
του αλόγου, αλογήσιος.