αλωνιάρικος
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
-η, -ο αλωνιάρης
(για ζώα) ο κατάλληλος για αλώνισμα.
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
-η, -ο αλωνιάρης
(για ζώα) ο κατάλληλος για αλώνισμα.