αλωνιάρικος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-η, -ο αλωνιάρης
(για ζώα) ο κατάλληλος για αλώνισμα.