αλόσανθον

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

ἁλόσανθον, το (Α)
λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα
2. αναλυτικά ἁλός + άνθος
το φυτό αψίνθιον, αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλς -ός + ἄνθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος.