αμάζωχτος

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. αμάζευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. του ρήμ. μαζώνω].