Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμίμητος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.