αμαγείρευτος

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός
2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις
3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαγείρεψε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στερητ. α- + μαγειρευτός < μαγειρεύω.