αμαξάκι
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
το
1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι
2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι
3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας
4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ-καρ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποκορ. του ουσ. άμαξα ή αμάξι].