τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος.