αμβλώ

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

Greek Monolingual

ἀμβλῶ (-όω) (Α)
ἀμβλίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρ. ἀμβλίσκω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος
μσν.
ἀμβλώθριον].