Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
το τεχνολ. όργανο μέτρησης του χρόνου με τη βοήθεια της ροής λεπτόκοκκης άμμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].