αμμόλοφος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

ο
λόφος από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμμος + λόφος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sand hill].