αμνάδα

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

η (Α ἀμνάς, -άδος)
το μικρής ηλικίας θηλυκό πρόβατο, αρνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀμνάς, θηλυκό της λ. ἀμνός].