αμουργός

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

ο και -γιός αμέργω
1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα
2. εποχή του αρμέγματος τών προβάτων.