Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπελήσιος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ια, -ιο αμπέλι
αυτός που ανήκει σε αμπέλι ή προέρχεται από αυτό, ο αμπέλινος.