αμπελήσιος

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αμπέλι
αυτός που ανήκει σε αμπέλι ή προέρχεται από αυτό, ο αμπέλινος.