αμπέλινος

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμπέλινος, -ίνη, -ινον)
1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό
2. οινοπότης, μέθυσος
«γραῡς ἀμπελίνη».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα].