αμπελίτης

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ο (Πετρογρ.)
μαύρος αργιλικός σχιστόλιθος, πλούσιος σε ανθρακούχες ουσίες. Περιέχει συχνά σιδηροπυρίτη, ο οποίος εξαλλοιώνεται σε θειικό σίδηρο. Είναι ιζήματα που αποτέθηκαν σε βυθούς θαλασσών με περιορισμένη οξείδωση της οργανικής ύλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμπελος + κατάλ. -ίτης, πρβλ. αγγλ. ampelite].