αμυγδαλόκολλα

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

η
κολλώδης ουσία που εκρέει από την αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + κόλλα.