ανάβλημα

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το αναβάλλω
1. βλήμα που εκτοξεύεται από κάτω προς τα επάνω.