αναβάλλω
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
(Α ἀναβάλλω)
1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν το εκτελώ αμέσως, το αφήνω για αργότερα
2. παθ. ορίζομαι για αργότερα
νεοελλ.
1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω
2. μιλώ δυσφημιστικά για κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ρίχνω επάνω ή προς τα επάνω
2. ανεβάζω επάνω
3. (για άλογα) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω τον αναβάτη
4. (για το βλέμμα ή τα μάτια) σηκώνω προς τα επάνω τα μάτια μου, ώστε να φανεί το λευκό
5. κάνω κάτι να υψωθεί προς τα επάνω, να αναβρύσει
6. ντύνομαι, φορώ, ρίχνω επάνω μου
7. διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύω
ΙΙ. μέσ.
1. αρχίζω να παίζω μουσικό όργανο ή να τραγουδώ, ανακρούω
2. θεωρώ ή καθιστώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι, ρίχνω τις ευθύνες επάνω του
3. ντύνομαι, φορώ, ρίχνω το επανωφόρι στους ώμους μου
4. (κίνδυνος) διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύω
5. οργίζομαι, εξοργίζομαι
ΙΙΙ. παθ. (η μτχ. παθ. πρκμ. στη φρ.) «λέξις ἀναβεβλημένη», ο μη σύντομος λόγος, η μακρυλογία ΙV. επίρρ. ἀναβεβλημένως
σιγά, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βάλλω. Η σημερινή σημασία του ρ. αναβάλλω είναι ήδη αρχαία και απαντά στους Όμηρο, Ησίοδο, Πίνδαρο, Ηρόδοτο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη, Αριστοφάνη, Ισοκράτη.
ΠΑΡ. αναβολέας, αναβολή
αρχ.
ἀναβλήδην, ἀνάβλησις
αρχ.-μσν.
ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον μσν. ἀναβολίδιον νεοελλ. ανάβαλτος, ανάβλημα, αναβλητικός, αναβολισμός].