ανάφλεξη
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
η (Α ἀνάφλεξις) αναφλέγω
1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας
2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους
3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ.