ανάφλεξη

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

η (Α ἀνάφλεξις) αναφλέγω
1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας
2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους
3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ.