ανέλπιστος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέλπιστος, -ον)
μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον
το να μην ελπίζεις πλέον.