αναδιάταξη

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

η
η εκ νέου διάταξη, η τοποθέτηση μελών ενός όλου με νέο τρόπο ώστε να αποτελέσουν οργανική ενότητα.