αναθεματούρι

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το
το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες του αναθέματος, ο τόπος του αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα του αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + -ούρι].