αναιρεσίβλητος
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός κατά του οποίου ασκείται αίτηση αναιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναιρεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1838 στο Λεξικό της Ελλ. Νομοθεσίας του Δ. Μ. Βίκη].