Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
ἀνακείρω (Α)σχίζω, κόβω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κείρω «κόβω, σχίζω»].