ανακτοροειδής

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με ανάκτορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκτορο + -ειδής < είδος].