ανακυρτώνω

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος.
ΠΑΡ. ανακύρτωση].