οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ἀναλκής, -ές (Α)βλ. ἄναλκις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀλκή.ΠΑΡ. αρχ. ἀνάλκεια.