αναλωτικός

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναλωτικός, -ή, -όν) ἀναλωτής
αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος
νεοελλ.
αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός.