αναμαρτησία

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναμαρτησία) ἀναμάρτητος
1. το να μην πέφτει κανείς σε σφάλματα, το αλάθητο
2. το να μην πέφτει κανείς σε αμαρτίες, αθωότητα, αγνότητα.