ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
η (Α ἀναμαρτησία) ἀναμάρτητος1. το να μην πέφτει κανείς σε σφάλματα, το αλάθητο2. το να μην πέφτει κανείς σε αμαρτίες, αθωότητα, αγνότητα.