αναπνεύσιμος

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

-η, -ο
ο κατάλληλος ή ωφέλιμος να τον αναπνεύσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπνευσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό σύγγραμμα «Όμηρος»].