αναρροφώ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Α ἀναρροφῶ, -έω) ροφώ
ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ
νεοελλ.
μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό.