αναρύτω

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ἀναρύτω (Α)
αντλώ, βγάζω νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρύτω (αττ. τ. του αρύω «αντλώ»).
ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις].