ανασταλτός

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

αυτός που είναι δυνατόν να ανασταλεί, να αναχαιτιστεί, να περιοριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].