ανασταλτός

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

αυτός που είναι δυνατόν να ανασταλεί, να αναχαιτιστεί, να περιοριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].