ανασταλτός

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

αυτός που είναι δυνατόν να ανασταλεί, να αναχαιτιστεί, να περιοριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].