Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(AM ἀναστενάζω)
στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω
αρχ.
1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον
2. θρηνώ για κάποιον.