αναστόμωση
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
η (Α ἀναστόμωσις) [[ἀναστομῶ, -όω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναστομώνω
νεοελλ.
1. ανατ. φυσιολογική πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων
2. ιατρ. εγχειρητική ένωση δύο κοίλων οργάνων
3. βοτ. συνένωση διακλαδώσεων διαφόρων οργανικών μερών ενός φυτού, λ.χ. τών νεύρων τών φύλλων.