διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἀνδρόπρωρος, -ον (Α)ανδροπρόσωπος, με μορφή άνδρα.