ανεμότρατα

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η
1. τράτα, δίχτυ που σύρεται από ιστιοφόρο
2. το ιστιοφόρο που σέρνει την τράτα.