ανεπισκίαστος
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του
μσν.
εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.