ανεπιτηδειότητα
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η (Α ἀνεπιτηδειότης)
1. αδεξιότητα, ανικανότητα
2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
η (Α ἀνεπιτηδειότης)
1. αδεξιότητα, ανικανότητα
2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα.